ῥύγχους

ῥύγχους
ῥύγχος
neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • μανδρίλος — Κατάρρινος πίθηκος της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandrillus sphinx. Το θηλαστικό αυτό, που έχει μήκος ένα περίπου μέτρο μαζί με την πολύ κοντή ουρά του, διακρίνεται από τα άλλα πρωτεύοντα από το μεγάλο του… …   Dictionary of Greek

  • φίδια — (οφίδια). Υπόταξη της ομοταξίας των ερπετών, που αποτελούν, μαζί με τα σαυροειδή, την τάξη των λεπιδωτών. Τα φ. παρουσιάζουν διάφορα τυπικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων κυρίως το σχήμα, πάντοτε επίμηκες, και η έλλειψη άκρων (μόνο σε μερικά… …   Dictionary of Greek

  • RUCH — inter fabulosas Arabum aves, in extremis Sinarum insulis degit, et alas habet, quarum singulae patent decem cubitorum milia. Unde mercatorem quendam, qui inter Sinas diu vixerat, radicem pennae ex alis pulli eius, novemaquae utres continentem, in …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… …   Dictionary of Greek

  • δίπους — (dipus). Τρωκτικό απλής οδόντωσης της οικογένειας των διποδιδών. Συναντάται συχνά στην Αίγυπτο, γι’ αυτό ονομάζεται και ποντικός των πυραμίδων, είναι όμως διαδεδομένο και σε στέπες ή σε ερημικές περιοχές της κεντρικής και βόρειας Αφρικής, όπου… …   Dictionary of Greek

  • ζαργάνα — Τελεόστεο ψάρι της υπόταξης των σκομβρεσοχοειδών ή βελονομόρφων, οι οποίοι οφείλουν το όνομά τους στο τυπικό βελονοειδές ρύγχος τους. Το σώμα τους είναι σχεδόν κυλινδρικό και λεπτό, καλυμμένο με πρασινωπά λέπια στη ράχη και ασημένια στην κοιλιά.… …   Dictionary of Greek

  • κεντρίσκος — (Centriscus). Γένος ακανθοπτερύγιων τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των κεντρισκιδών. Περιλαμβάνει ψάρια που έχουν μικρό και ωοειδές σώμα, πεπιεσμένο πλευρικά, μήκους μέχρι 15 εκ. και μακρύ και λεπτό ρύγχος σαν ράμφος πουλιού, το οποίο απολήγει …   Dictionary of Greek

  • κυστοφόρα — η ζωολ. γένος πτερυγιοπόδων τής οικογένειας phocidae, στο οποίο ανήκουν φώκιες με σκούρο κεφάλι και με ένα είδος μεγάλης κουκούλας στο άκρο τού ρύγχους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cystophora < cyst(o) (πρβλ. κυστε[ο] ) + phora (<… …   Dictionary of Greek

  • μεφίτις — (Mephitis mephitis). Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών. Η μ. έχει περίπου το μέγεθος μιας κατοικίδιας γάτας, με μικρό κεφάλι, μικρά αυτιά, κοντά πόδια και μακριά χνουδωτή ουρά· το μήκος της κυμαίνεται μεταξύ 60 80 εκ., μαζί με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”